πετρώδει

πετρώδει
πετρώδης
like rock
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
πετρώδης
like rock
masc/fem/neut dat sg
πετρώδεϊ , πετρώδης
like rock
dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”